- ἡλικιώτιδας
- ἡλικιώ̱τιδας , ἡλικιῶτιςequal in agefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… … Dictionary of Greek